Drive my Car – ドライブ・マイ・カー, η βραβευμένη ταινία του Ριουσουκε Χαμαγκούτσι

Μια τρίωρη ταινία-δοκίμιο για την απώλεια.

Πριν από λίγους μήνες, όλα τα ιαπωνικά Podcast και κανάλια Youtube που παρακολουθώ συστηματικά, γέμισαν με αναφορές στην ταινία του Χαμαγκούτσι. Όπου και να κοιτούσα υπήρχε μια αναφορά σε αυτήν. Φυσικό, ήταν να μου κινήσει το ενδιαφέρον και να θέλω να τη δω με την πρώτη ευκαιρία. Η ταινία δεν ήταν αυτό που νόμιζα, ήταν κάτι ακόμα καλύτερο. Ναι, θα μου πεις, αλλά 3 ώρες, δεν είναι πολύ; Δεν θα ήθελα να λείπει ούτε λεπτό.

Ο Καφούκου και η Βατάρι στην κόκκινη Saab.

Και τι γίνεται σε αυτές τις 3 ώρες; Μια μικρή περίληψη.

Η ταινία ξεκινάει με τον πιο μακροσκελή αλλά σε καμία περίπτωση ανιαρό πρόλογο που έχουμε δει. Παρατηρούμε μια μικρή φλοίδα από τη ζωή του ζευγαριού του Καφούκου (παραπομπή στον Κάφκα;) και της Ότο. Αυτός, σκηνοθέτης και θεατρικός ηθοποιός, αυτή σεναριογράφος. Όταν τους συναντάμε για πρώτη φορά, αυτός ανεβάζει μια παράσταση όπου οι ηθοποιοί μιλούν ο καθένας την μητρική του γλώσσα πάνω στη σκηνή και αυτή βρίσκεται στη διαδικασία που “συνθέτει”, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, το νέο της σενάριο. Μετά από 45 λεπτά σχεδόν εισαγωγής, θα έρθουμε σε επαφή με κάποιο βαθύτερο μυστικό του ζευγαριού και με τον αιφνίδιο θάνατο της γυναίκας, θα εμφανιστούν οι τίτλοι έναρξης και ο θεατής θα μπερδευτεί, είναι το τέλος; είναι η αρχή;

Μετά από 2 χρόνια ο Καφουκου θα κληθεί να σκηνοθετήσει μια παράσταση του Θείου Βάνια στο θεατρικό φεστιβάλ της Χιροσίμα. Με το ρετρό κόκκινο Saab του, το αυτοκίνητο του τίτλου, σχεδιάζει να μείνει κάπου μακριά από το θέατρο, ώστε να οδηγεί κάθε μέρα και στη διαδρομή να κάνει πρόβα τους διαλόγους του θεατρικού που του είχε ηχογραφήσει σε κασέτα η σύζυγος του, πριν πεθάνει, κάτι που ήταν συνήθεια του ζευγαριού. Όμως οι υπεύθυνοι του θεάτρου, θα του αναθέσουν υποχρεωτικά μια επαγγελματία οδηγό για τις διαδρομές του, την Βαταρι. Από το σημείο αυτό και μετά θα παρακολουθήσουμε τις πρόβες του θεατρικού, καθώς και την ανθρώπινη σχέση που αρχίζει να αναπτύσσεται ανάμεσα στον Καφουκου και την οδηγό του.

Η παράσταση του Θείου Βάνια.

Μια γενναία και ειλικρινής σκηνοθετική ματιά στην έννοια της απώλειας.

Ο Χαμαγκούτσι παίρνει τη γενναία απόφαση σε μια εποχή συλλογικής διάσπασης προσοχής να δώσει χρόνο και χώρο στους ηθοποιούς και στην ταινία του να ανθίσουν. Ο χρόνος είναι που κάνει τις ανθρώπινες σχέσεις να ευδοκιμήσουν, χωρίς χρόνο δεν υπάρχει δυνατότητα σύνδεσης και κατ’ επέκταση συναισθήματα.

Θα παρακολουθήσουμε το χτίσιμο της παράστασης του Θείου Βάνια, με ηθοποιούς πολλών εθνοτήτων, στα ιαπωνικά, κορεατικά, κινεζικά αλλά και στη νοηματική, σκηνικό από μόνο του καθηλωτικό, κατά την γνώμη μου. Παράλληλα, στις διαδρομές του Καφούκου με την οδηγό του από και προς το θέατρο, μέσα από τη σιωπή και αυτά που δεν λέγονται, θα αναδειχθεί μια ειλικρινής ανθρώπινη επικοινωνία, μια αλληλο-αναγνώριση των ψυχικών τους τραυμάτων. Μέσα από αυτή τη σχέση, θα ξετυλίξουμε το κουβάρι της ιστορίας της Ότο και του Καφούκου καθώς και το παρελθόν της οδηγού του.

Μετά την συνειδητοποίηση του τραύματος, πρέπει να έρθει η αντιμετώπιση του, η τελική επούλωση. Όπως το φυσικό τραύμα χρειάζεται χρόνο για να επουλωθεί, έτσι και οι πρωταγωνιστές θα πάρουν το χρόνο που χρειάζεται, σε ένα χωρίς διακοπή ταξίδι με αυτοκίνητο, 24 ωρών, από την Χιροσίμα μέχρι το Χοκκάιντο, βόρεια της Ιαπωνίας. Με μόνο soundtrack τον ήχο του κινητήρα, θα φτάσουν ως την πηγή του τραύματος της Βατάρι και μέσα από την ανθρώπινη σχέση που θα αναπτυχθεί ανάμεσά τους, θα μπορέσουν να κάνουν και οι δύο το επόμενο βήμα στη ζωή τους.

Η παράσταση του Θείου Βάνια θα ανέβει και η ταινία θα κλείσει με ένα συγκλονιστικό, από υποκριτικής απόψεως, φινάλε και ένα κλείσιμο του ματιού του σκηνοθέτη στον θεατή και την πανδημική σύγχρονη πραγματικότητα του.

Ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί στο Φεστιβάλ Καννών.

Χαμαγκούτσι, Μουρακάμι και Όσκαρ.

Ο Χαμαγκούτσι χρησιμοποίησε σαν πηγή έμπνευσης το ομώνυμο μυθιστόρημα του Μουρακάμι που υπάρχει στη συλλογή διηγημάτων “Άντρες Χωρίς Γυναίκες” 女のいない男たち. Ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε επίσης, από άλλα δύο διηγήματα του Μουρακάμι που βρίσκονται στην ίδια συλλογή, “Σεχραζάντ” シェエラザード και “Κίνο” 木野.

Η ταινία έχει ήδη λάβει πολλά βραβεία, ανάμεσά τους το Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου στο Φεστιβάλ Καννών και το Βραβείο Καλύτερης Ξένης Ταινίας στις Χρυσές Σφαίρες. Είναι υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας, η πρώτη ιαπωνική ταινία που καταφέρνει κάτι τέτοιο.

Οι κριτικές και οι οι αντιδράσεις των θεατών όπου η ταινία προβάλλεται είναι ένθερμες ως επί το πλείστον. Η μεγάλη σε διάρκεια ταινία του Χαμαγκούτσι, φαίνεται να καλύπτει ένα κενό στην σύγχρονη κινηματογραφική παραγωγή και να καθηλώνει τους θεατές. Γυρνώντας πίσω και στηριζόμενος στην κινηματογραφική παράδοση των παλαιότερων Ιαπώνων σκηνοθετών, όπως ο Γιασουτζιρό Όζου και ο Ακίρα Κουρασάβα, δημιουργεί με μία ταινία για το παρόν, με μία ενσυναίσθηση που αντανακλά πάνω στο κουρασμένο από την πανδημία κινηματογραφικό κοινό.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *